- παλαιόγναθος
- -η, -οζωολ.1. όρος που αναφέρεται στην οργάνωση τού οστέινου ουρανίσκου τών πτηνών, όταν η ύνις, τα υπερώια και τα πτερυγοειδή οστά είναι συγκολλημένα μεταξύ τους2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παλαιόγναθαπτηνά που έχουν τέτοιο ουρανίσκο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. palaeognathous (< παλαιο-* + γνάθος)].
Dictionary of Greek. 2013.